στρογγυλώνω
Смотреть что такое "στρογγυλώνω" в других словарях:
στρογγυλώνω — στρογγυλῶ, όω, ΝΜΑ [στρογγύλος] κάνω στρογγυλό κάτι, τό στρογγυλεύω αρχ. παθ. στρογγυλοῡμαι, όομαι δίνω την εντύπωση τού στρογγυλού, φαίνομαι στρογγυλός … Dictionary of Greek
στρογγυλώ — όω, ΜΑ βλ. στρογγυλώνω … Dictionary of Greek
στρογγύλωμα — το, ΝΑ [στρογγυλῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρογγυλώνω, το στρογγύλευμα αρχ. (για τα μαλλιά) βοστρύχωμα, κατσάρωμα … Dictionary of Greek