στρογγυλώνω

στρογγυλώνω
[-Й (ο)] см. στρογγυλεύω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "στρογγυλώνω" в других словарях:

  • στρογγυλώνω — στρογγυλῶ, όω, ΝΜΑ [στρογγύλος] κάνω στρογγυλό κάτι, τό στρογγυλεύω αρχ. παθ. στρογγυλοῡμαι, όομαι δίνω την εντύπωση τού στρογγυλού, φαίνομαι στρογγυλός …   Dictionary of Greek

  • στρογγυλώ — όω, ΜΑ βλ. στρογγυλώνω …   Dictionary of Greek

  • στρογγύλωμα — το, ΝΑ [στρογγυλῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρογγυλώνω, το στρογγύλευμα αρχ. (για τα μαλλιά) βοστρύχωμα, κατσάρωμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»